- καϊκτσής
- ο капитан-владелец парусного судна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καϊκτσής — καϊκτσής, ο και καϊξής, ο ιδιοκτήτης καϊκιού: Νοίκιασε το καΐκι από τον καϊκτσή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καϊκτσής — και καϊξής, ο 1. ο ιδιοκτήτης ή ο κυβερνήτης καϊκιού 2. είδος μικρού ιστιοφόρου που έχει ένα μόνο ιστίο και είναι μεγαλύτερο από τη συνηθισμένη λέμβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayikci] … Dictionary of Greek
καϊκάς — ο [καΐκι] ιδιοκτήτης καϊκιού, καϊκτσής … Dictionary of Greek
καϊξής — ο βλ. καϊκτσής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)